asdadaaa

Real Estate Glossary

real estate glossary

Ο όρος “κτηματομεσιτικό γλωσσάρι” αναφέρεται σε ένα σύνολο εξειδικευμένων όρων που χρησιμοποιούνται στον τομέα του κτηματομεσιτικού, δηλαδή στο χώρο της αγοραπωλησίας, μίσθωσης και ανάπτυξης ακινήτων. Το γλωσσάρι αυτό περιλαμβάνει ορισμούς και ερμηνείες για όρους που αφορούν τη νομική, τεχνική, οικονομική και διοικητική διάσταση του κτηματομεσιτικού τομέα.

Μερικοί από τους σημαντικότερους όρους που περιλαμβάνονται στο κτηματομεσιτικό γλωσσάρι είναι:

  1. Κτηματικός τίτλος: Έγγραφο που πιστοποιεί την νομική ιδιοκτησία μιας ιδιοκτησίας ακινήτου.
  1. Αξίωση: Δικαίωμα ενός προσώπου πάνω σε κάποιο ακίνητο, όπως ένα δικαίωμα περιορισμένης χρήσης.
  1. Σύμβαση ενοικίασης: Νομική συμφωνία μεταξύ ενός ιδιοκτήτη και ενός ενοικιαστή για τη χρήση ενός ακινήτου.
  1. Ανάπτυξη ακινήτων: Η διαδικασία της κατασκευής και ανάπτυξης κτηρίων ή άλλων κτιριακών έργων.
  1. Εμπορική ιδιοκτησία: Ακίνητο που χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς, όπως καταστήματα και γραφεία.

Το κτηματομεσιτικό γλωσσάρι είναι απαραίτητο εργαλείο για επαγγελματίες του κτηματομεσιτικού τομέα, όπως μεσίτες, νομικούς και αξιολογητές ακινήτων, καθώς και για πελάτες που επιθυμούν να κατανοήσουν καλύτερα την γλώσσα και τους όρους που χρησιμοποιούνται στον τομέα αυτόν. Έχοντας κατανοήσει τους όρους και τις διαδικασίες που σχετίζονται με τον κτηματομεσιτικό τομέα, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν πιο ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με τις αγοραπωλησίες ή τις ενοικιάσεις ακινήτων.

Α Β Δ Ε Ζ Η Ι Κ Μ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Χ

Αγροικία : Η κύρια κατοικία σε ένα αγρόκτημα ή ένα σπίτι που χτίστηκε με το ίδιο στυλ και μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε.

Άδεια οικοδομής : Επικυρωμένο αντίγραφο από το τηρούμενο στην οικεία πολεοδομική αρχή αρχείο, της εκδοθείσας οικοδομικής άδειας του πωλούμενου ακινήτου.

Αίθριο : Μια κεντρική αίθουσα με γυάλινη οροφή συνήθως που εκτείνεται σε διάφορους ορόφους ενός κτηρίου, όπως ένα εμπορικό κέντρο ή ένα ξενοδοχείο

Αίθριο : Είναι ο εσωτερικός ελεύθερος (στεγασμένος ή μη) χώρος του οικοπέδου ή του κτηρίου που περιβάλλεται από όλες τις πλευρές του από το κτίριο ή τα κτίρια του οικοπέδου.

Ανοιχτού τύπου διάταξη : Οποιοδήποτε σχέδιο ορόφου που χρησιμοποιεί μεγάλους, ανοιχτούς χώρους και ελαχιστοποιεί τη χρήση μικρών, κλειστών χώρων ή χρησιμοποιεί λίγους διαχωριστικούς τοίχους μεταξύ των δωματίων

Αρδευτικό νερό : Το αρδευτικό νερό, επίσης γνωστό ως γεωργικό νερό , είναι νερό που χρησιμοποιείται στο πότισμα κήπων και καλλιεργειών. Παρέχεται από τον ΟΑΔΥΚ – διαφορετική εταιρεία από αυτή που παρέχει το πόσιμο νερό.

Βεβαίωση αρτιότητας/οικοδομησιμότητας : Σε περίπτωση αδόμητων οικοπέδων ή αγροτεμαχίων, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αιτήματος ενώπιον της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής της τοποθεσίας του ακινήτου για την ασφαλή πιστοποίηση των όρων δόμησης που ισχύουν

Βεβαίωση μηχανικού : Σύμφωνα με τον Νόμο 4495/2017 ότι στο ακίνητο δεν υπάρχει κτίσμα ή ότι το κτίσμα που υπάρχει και η χρήση αυτού είναι σύμφωνα με την οικοδομική άδεια ή (σε περίπτωση που έχουν εκτελεσθεί αυθαίρετες κατασκευές ή έχουν εγκατασταθεί αυθαίρετες χρήσεις) ότι οι υπάρχουσες αυθαίρετες κατασκευές ή χρήσεις έχουν τακτοποιηθεί. Η βεβαίωση του μηχανικού πρέπει να συνοδεύεται από τοπογραφικό διάγραμμα εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων Ε.Γ.Σ.Α.’87. Σε περίπτωση που έχει γίνει τακτοποίηση αυθαίρετων κατασκευών, προσκομίζεται και η βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας τακτοποίησης καθώς και τα σχέδια στα οποία αποτυπώνονται οι αυθαιρεσίες.

Βεράντα : Η βεράντα είναι μια στεγασμένη εξέδρα κατά μήκος του σπιτιού.

Βεστιάριο : Μια ντουλάπα-δωμάτιο όπου υπάρχει χώρος να κινείται κάποιος.

Βίλα : Αρχικά επρόκειτο για μια μεγάλη εξοχική κατοικία με μεγάλο οικόπεδο, συνήθως σε μια αγροτική περιοχή ή κοντά στη θάλασσα.

Δαπάνες κλεισίματος (συμφωνίας) : Πρόκειται για τα έξοδα πέραν της τιμής του ακινήτου, που οφείλουν να καταβάλλουν οι αγοραστές και πωλητές για την ολοκλήρωση μιας συναλλαγής επί ακινήτων. Ενδέχεται να περιλαμβάνουν αμοιβές δανείου, αμοιβή εκτίμησης ακινήτου, έρευνα τίτλων, ασφάλιση, φόρους και τέλη. Προπληρωμένα έξοδα είναι εκείνα επαναλμβάνονται ανά τακτά διαστήματα, όπως ο φόρος ιδιοκτησίας (ΕΝΦΙΑ) και η ασφάλιση του ακινήτου. Ο δανειστής υποχρεούται από το νόμο να δηλώσει αυτά τα έξοδα σε “ένδειξη καλής πίστης” εντός τριών ημερών από την υποβολή αίτησης για στεγαστικό δάνειο.

Δείκτης Τιμών Ακινήτων : Στατιστική μέθοδος που φανερώνει τιες μεταβολές των τιμών ακινήτων με την πάροδο του χρόνου

Διαμέρισμα : Ένα διαμέρισμα είναι ένας αυτόνομος, ιδιόκτητος χώρος που ανήκει σε ένα κτήριο με κοινόχρηστη είσοδο. Συνήθως βρίσκεται σε ένα κτήριο που είναι χωρισμένο σε πολλαπλά διαμερίσματα για πολλούς και διαφορετικούς κατοικους. Γενικά αποτελεί την κύρια λύση κατοικίας στο κέντρο κάθε πόλης, για τα προφανή πλεονεκτήματα χώρου που προσφέρει.

Δικηγόρος :  Επαγγελματίας νομικός που προετοιμάζει τα έγγραφα για την πώληση ή την αγορά ενός ακινήτου.

Διπλές πόρτες : Δύο παρακείμενες πόρτες που μοιράζονται το ίδιο πλαίσιο πόρτας και μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει διαχωριστικό κάθετο μέλος. Οι διπλές πόρτες αναφέρονται συχνά ως “γαλλικές πόρτες”, λόγω της επικράτησής τους στη γαλλική αρχιτεκτονική

Δοκάρι-δοκός : Μια μακριά συμπαγής ράβδος από ξύλο, μέταλλο ή σκυρόδεμα, που χρησιμοποιείται ειδικά για να στηρίξει την οροφή ενός κτηρίου.

Εκτίμηση : Μια γραπτή αιτιολόγηση του τιμήματος ενός ακινήτου καταρτισμένη από επαγγελματία, η οποία βασίζεται κυρίως στην ανάλυση συγκρίσιμων πωλήσεων παρόμοιων ακινήτων σε κοντινή απόσταση.

Εκτίμηση : Μια γραπτή αιτιολόγηση του τιμήματος ενός ακινήτου καταρτισμένη από επαγγελματία, η οποία βασίζεται κυρίως στην ανάλυση συγκρίσιμων πωλήσεων παρόμοιων ακινήτων σε κοντινή απόσταση.

Εκτιμητής : Ένα άτομο που διαθέτει εκπαίδευση, κατάρτιση και εμπειρία για την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων και της προσωπικής ιδιοκτησίας. Παρόλο που ορισμένοι εκτιμητές εργάζονται άμεσα για δανειστές ενυπόθηκων δανείων, οι περισσότεροι είναι ανεξάρτητοι.

Ενδοδαπέδια θέρμανση : Σύστημα θέρμανσης που βρίσκεται κάτω από το πάτωμα του ακινήτου

Ένοικος : Πρόσωπο (ή εταιρεία) που δικαιούται να καταλάβει το ακίνητο σύμφωνα με τους όρους μίσθωσης.

Εντοιχισμένη κουζίνα : Μια κουζίνα εξοπλισμένη με συσκευές όπως φούρνο, πλυντήριο πιάτων, κλπ.

ΕΝΦΙΑ : Ετήσιος φόρος ακίνητης περιουσίας

Εξοχική κατοικία : Μια συνήθως μικρή μονοκατοικία σε ένα αγρόκτημα, στην εξοχή ή σε ένα θέρετρο που χρησιμοποιείται και για τουριστική ενοικίαση.

Έπαυλη : Ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι σε μεγάλο οικόπεδο. Πρόκειται για κατοικίες με νεοκλασικό συνήθως στιλ και με πολύ μεγάλους και όμορφα διαμορφωμένους κήπους.

Έρευνα τίτλων : Λεπτομερής έρευνα ολόκληρου του ιστορικού των εγγράφων ενός τίτλου ιδιοκτησίας για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν νομικά βάρη που επηρεάζουν το δικαίωμα του πωλητή να πωλεί.

Ζητούμενη Τιμή : Η τιμή με την οποία ο Πωλητής τοποθετεί το ακίνητό του στην αγορά προς πώληση.

Ημιανεξάρτητη κατοικία : Πρόκειται για ένα σπίτι που συνδέεται με ένα άλλο σπίτι από τη μια πλευρά ή δύο σπίτια ενωμένα μεταξύ τους.

Ιδιοκτήτης : Ο ιδιοκτήτης ακινήτου που μισθώνεται σε άλλους. Ένας ιδιοκτήτης είναι υπεύθυνος του ακινήτου, καθώς και για την είσπραξη του ενοικίου

Ιδιωτικό (μπάνιο) : Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μπάνιο που συνδέεται άμεσα με ένα υπνοδωμάτιο ή ένα υπνοδωμάτιο που συνδέεται με ένα μπάνιο

Ιδιωτικό Συμφωνητικό : Τα μέρη μπορούν να καταρτίσουν ιδιωτικό συμφωνητικό για την σκοπούμενη αγοροπωλησία, το οποίο όμως δεν μπορεί να εκτελεστεί άμεσα όπως το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, ούτε αρκεί για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης ακινήτου. Συνιστά απλά αποδεικτικό στοιχείο ανάληψης εκατέρωθεν υποχρεώσεων σε περίπτωση δικαστικής επίλυσης της ανακύψασας διαφοράς.

Κάθετη ιδιοκτησία : Κάθετη ιδιοκτησία ή συνιδιοκτησία είναι η χωριστή (διηρημένη, αποκλειστική) κυριότητα οικοδομής που είναι κτισμένη μαζί με άλλη ή άλλες στο ίδιο οικόπεδο, συνδυασμένη με συγκυριότητα στο οικόπεδο αυτό καθώς και στα κοινά μέρη των οικοδομών και με κοινωνία των δικαιούχων των επιμέρους κάθετων ιδιοκτησιών.

Κατοικία στην άκρη ενός συγκροτήματος : Κατοικία που βρίσκεται στο τέλος ή στην αρχή μιας συστάδας κατοικιών. Όπως ένα ημιανεξάρτητο σπίτι, μοιράζεται έναν κοινό τοίχο στη μόνο μία πλευρά του σπιτιού, ενώ ο άλλος είναι ανεξάρτητος.

Κάτοψη : Ένα σχέδιο κατόψεων δείχνει την αρχιτεκτονική διάταξη του κτηρίου και τις προδιαγραφές κάθε χώρου.

Κεραμοσκεπή : Μια κεραμοσκεπή είναι ένα σχέδιο αυλακώσεων ή εσοχών στην εξωτερική επιφάνεια ενός εσωτερικού χώρου.

Κιόσκι : Ένα μικρό κτήριο ή προσωρινή κατασκευή χωρίς παράθυρα ή τοίχους, συνήθως σε έναν κήπο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για στιγμές χαλάρωσης και διασκέδασης

Κιόσκι/Περίπτερο : Ένα μικρό αλλά εμφανές τμήμα ενός κτηρίου που προεξέχει από το κύριο κτήριο, είτε πάνω από τη στέγη του, είτε στο πλάι και το οποίο ξεχωρίζει λόγω ύψους (συνήθως χαμηλότερο). Μπορεί επίσης να είναι αυτόνομο, ξεχωριστό από ένα μεγαλύτερο κτήριο ή μπορεί να συνδέεται με αυτό μέσω μιας βεράντας ή ενός μονοπατιού.

Κτηματολόγιο : Δημόσια υπηρεσία υπεύθυνη για την καταγραφή της ιδιοκτησίας των ακινήτων.

Κυρίως υπνοδωμάτιο : Το κύριο υπνοδωμάτιο ή αλλιώς σουίτα μιας κατοικίας

Μεζονέτα : Ένα διαμέρισμα ή μια κατοικία που καταλαμβάνει δύο ορόφους ενός κτηρίου και διαθέτει εσωτερικές σκάλες.

Μεσίτης Ακινήτων : Μεσίτης ακινήτων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες μεσιτείας επί ακινήτων. Υπηρεσία Μεσιτείας είναι η υπόδειξη ευκαιρίας ή η μεσολάβηση για την σύναψη συμβάσεων σχετικών με ακίνητο και ιδίως συμβάσεων πώλησης, ανταλλαγής, μίσθωσης, χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύστασης δουλείας ή αντιπαροχής ακινήτων.

Μονοκατοικία : Ανεξάρτητη ακίνητη περιουσία που δεν έχει κοινόχρηστους τοίχους με γειτονική ιδιοκτησία.

Μονοκατοικία στην πόλη : Μια κατοικία δύο ή τριών ορόφων συνδεδεμένη συνήθως με ένα παρόμοιο σπίτι από τουλάχιστον έναν κοινό τοίχο.

Μπαλκόνι : Μια πλατφόρμα που προεξέχει από τον τοίχο ενός κτηρίου με κιγκλιδώματα κατά μήκος της εξωτερικής άκρης του, συχνά με πρόσβαση από μια πόρτα ή ένα παράθυρο

Μπαλκονόπορτες : Δύο παρακείμενες πόρτες από τζάμι που είναι συρόμενες στις απέναντι πλευρές έτσι ώστε να ανοίγουν στη μέση

Μπανγκαλόου / Μονοόροφη κατοικία : Ένα μπανγκαλόου είναι ένα μονοόροφο σπίτι, συνήθως εξοχικό. Τα μπανγκαλόου είναι γενικά μικρά σε επιφένεια, αλλά δεν είναι ασυνήθιστα και τα πολύ μεγάλα σε μέγεθος. Αρχικά είχαν σχεδιαστεί για να παρέχουν προσιτές, μοντέρνες κατοικίες για την εργατική τάξη.

Μπανιέρα : Ένα μεγάλο δοχείο για τη συγκράτηση του νερού στην οποία ένα άτομο μπορεί να κάνει μπάνιο

Οικογενειακό δωμάτιο / Καθιστικό : Ένα καθιστικό που χρησιμοποιείται από όλα τα μέλη της οικογένειας για αναψυχή και χαλάρωση

Όμοια σπίτια με μεσοτοιχία : Είναι ένα σπίτι που βρίσκεται σε μια μεγάλη σειρά σπιτιών. Όλα συνήθως φαίνονται πανομοιότυπα – σχεδόν ίδια δομικά. Και οι δύο πλευρές του κάθε σπιτιού έχουν κοινούς τοίχους με ένα γειτονικό σπίτι(μεσοτοιχία), με εξαίρεση τα σπίτια σε κάθε άκρο της σειράς.

Οριζόντια Ιδιοκτησία : Οριζόντια ιδιοκτησία ή oρoφοκτησία είναι η χωριστή αποκλειστική και αυθύπαρκτη κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος oρόφoυ, με ορισμένο ποσοστό αναγκαστικής συνιδιοκτησίας στο έδαφος και τα κοινά και αδιαίρετα μέρη της οικοδομής.

Παροχές/Ανέσεις : Συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός ακινήτου ή της περιοχής που βρίσκεται, τα οποία αυξάνουν την αξία του ακινήτου

Πέργκολα : Είναι η εξωτερική ασκεπής σταθερή κατασκευή με μέγιστο ύψος τα τρία μέτρα, που προορίζεται για την αναρρίχηση των φυτών ή την τοποθέτηση προσωρινών σκιάστρων από ύφασμα, καλαμωτή και κινητά στοιχεία, αποκλειομένων οποιωνδήποτε άλλων κατακόρυφων στοιχείων πλήρωσης του φέροντα οργανισμού της κατασκευής.

Περιστρεφόμενες πόρτες : Οι πόρτες αυτές ανοίγουν εύκολα προς τις δύο κατευθύνσεις και αποτελούν συνήθη επιλογή για την κουζίνα και τον χώρο του πλυντηρίου.

Πιλοτή : Η πιλοτή ενός κτιρίου είναι ο χώρος στο ισόγειο ο οποίος δεν περιβάλλεται από τοίχους και υπάρχουν μόνο οι κολόνες της οικοδομής. Η πιλοτή είναι χώρος κοινόκτητος και κοινόχρηστος από όλους τους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας.

Πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης : Έγγραφο αναγνωρισμένο από το ΥΠΕΚΑ που εκδίδεται από Ενεργειακό Επιθεωρητή και στο οποίο αποτυπώνεται η ενεργειακή απόδοση του πωλούμενου κτιρίου, το οποίο κατατάσσεται σε ενεργειακή κατηγορία (Α+ έως Η), ενώ ο Επιθεωρητής καταγράφει επίσης συστάσεις για τη βελτίωση της ενεργειακής του απόδοσης. Απαιτείται για όλα τα κτίρια συνολικής επιφάνειας άνω των 50 τμ.

Πιστοποιητικό μη οφειλής φόρου ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) : Πιστοποιητικό που χορηγείται στον έχοντα εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου από την δημόσια οικονομική υπηρεσία όπου υπάγεται ως φορολογούμενος και από το οποίο προκύπτει ότι το πωλούμενο ακίνητο έχει περιληφθεί στη δήλωση στοιχείων ακινήτων του κατά τα πέντε τελευταία προηγούμενα της μεταβίβασης έτη και ότι δεν οφείλεται φόρος ακίνητης περιουσίας για το ακίνητο αυτά κατά τα αντίστοιχα έτη.

Πληρεξούσιο : Ένα νομικό έγγραφο που εξουσιοδοτεί ένα άλλο πρόσωπο να ενεργεί για λογαριασμό του υπογράφοντος. Ένα πληρεξούσιο μπορεί να παρέχει πλήρη εξουσιοδότηση ή μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένες πράξεις ή / και συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.

Πολλαπλοί μεσίτες : Όταν δύο ή περισσότεροι κτηματομεσίτες έχουν εντολή από έναν πωλητή να διαθέσει στην αγορά ένα ακίνητο. Μόνο ο μεσίτης που συστήνει τον αγοραστή δικαιούται να αμειφθεί.

Πολυκατοικία : Κτίριο με πάνω από 2-3 ορόφους το οποίο χρησιμεύει για κατοικία περισσοτέρων από μια οικογενειών (πολύ-κατοικία).

Προκαταβολή : Χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο αγοραστής στον πωλητή με την ανταλλαγή συμβάσεων προκειμένου να εξασφαλίσει ένα ακίνητο.

Προμήθεια : Αμοιβή πληρωτέα στον μεσίτη ακινήτωνγια την παροχή ορισμένων υπηρεσιών σε σχέση με τη συναλλαγή. Πρόκειται συνήθως για ένα ποσοστό επί της τιμής του ακινήτου.

Προσύμφωνο : Η προκαταρκτική σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου στο μέλλον και καθορίζουν κατά κανόνα τους όρους του οριστικού συμβολαίου. Υπόκεινται στον ίδιο τύπο όπως και η οριστική σύμβαση, επομένως σ’ ό,τι αφορά τα ακίνητα καταρτίζεται συμβολαιογραφικά.

Προσφορά : Είναι η αρχική τιμή που προσφέρεται από τον υποψήφιο αγοραστή στον πωλητή. Ένας πωλητής μπορεί να δεχτεί την προσφορά, να την απορρίψει ή να επανέλεθει με μια διαφορετική προσφορά.

Πτυσσόμενες πόρτες : Μια πτυσσόμενη πόρτα είναι ένας τύπος πόρτας που ανοίγει αναδιπλώνοντας σε τμήματα , τα λεγόμενα πάνελ. Είναι επίσης γνωστές ως “διπλές πόρτες” αν και συνήθως έχουν περισσότερα από δύο φύλλα.

Ρετιρέ : Ο τελευταίος όροφος ενός πολυώροφου κτιρίου

Σάουνα : Ένα δωμάτιο ή ένα μικρό κτήριο, συχνά από ξύλο, που θερμαίνεται σε υψηλή θερμοκρασία, συνήθως με ατμό.

Σε διαπραγμάτευση : Κατάσταση ακινήτου από το σημείο κατά το οποίο ο πωλητής έχει αποδεχθεί μια προσφορά μέχρι την ανταλλαγή των συμβάσεων.

Στούντιο : Μικρό διαμέρισμα όπου υπάρχει ένας ενιαίος χώρος κουζίνας, καθιστικού, κρεβατοκάμαρας και το μπάνιο. Συνήθως τα συναντάμε σε πολυώροφες κατοικίες.

Συγκρίσιμες πωλήσεις : Πρόσφατες πωλήσεις παρόμοιων ιδιοκτησιών σε κοντινές περιοχές και χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν την αγοραία αξία ενός ακινήτου.

Σύμβαση Μίσθωσης : Νομικό έγγραφο που περιγράφει λεπτομερώς τους όρους με τους οποίους ο ιδιοκτήτης ενός αινήτου παραχωρεί δικαιώματα σε ένα άλλο μέρος για να το χρησιμοποιεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Συμβόλαιο : Έγγραφο που περιγράφει τους όρους που συμφωνούνται μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή και δεσμεύει και τα δύο μέρη ώστε να ολοκληρώσουν τη συναλλαγή πώλησης / αγοράς.

Συμβολαιογράφος : Ο άμισθος δημόσιος λειτουργός που καταρτίζει τις πράξεις μεταβίβασης ακινήτων.Διορίζεται μόνιμα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και καθήκοντά του είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος, της δημόσιας ασφάλειας και της δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Ελέγχεται για τη νόμιμη και επιμελή άσκηση των καθηκόντων του με τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα.

Συρόμενη πόρτα : Είναι μια συρόμενη πόρτα που εξαφανίζεται, όταν είναι πλήρως ανοικτή, σε ένα διαμέρισμα στο παρακείμενο τοίχωμα. Αυτές οι πόρτες χρησιμοποιούνται λόγω αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ή όταν δεν υπάρχει χώρος για την ανοιγόμενη πόρτα.

Συρόμενη πόρτα : Μια πόρτα που τραβιέται κατά μήκος ενός ανοίγματος σε ένα αυλάκι ή αναρτάται από μια τροχιά, αντί να είναι ανοιγόμενη μπρος μια κατεύθυνση

Σφραγίδα APOSTILLE : Μια νόμιμη πιστοποίηση που καθιστά ένα έγγραφο έγκυρο από μια χώρα σε μια άλλη(υπό τον όρο ότι και οι δύο έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης του 1961 που καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων)

Ταράτσα : Μια επίπεδη επιφάνεια από πέτρα ή γρασίδι έξω από ένα σπίτι που χρησιμεύει για χαλάρωση και αναψυχή.

Τέλη Κτηματολογίου : Οριζόμενη αμοιβή που καταβάλλεται στο Κτηματολόγιο για την εγγραφή της ιδιοκτησίας ενός ακινήτου.

Τζακούζι : Ένα εμπορικό σήμα (από ταιρεία της Καλιφόρνιας) για ένα μπάνιο ή μια πισίνα στην οποία το θερμό νερό ρέει μέσα από μικρές τρύπες, προσφέροντας υδρομασάζ.

Τίτλος ιδιοκτησίας : Νομικά έγγραφα που αποδεικνύουν την ιδιοκτησία ενός ακινήτου.

Τοπογραφικό διάγραμμα : Τοπογραφικό διάγραμμα που να περιέχει τις δηλώσεις του Ν. 651/77 και του Ν. 1337/83 εξαρτημένο από το κρατικό σύστημα συντεταγμένων Ε.Γ.Σ.Α.’87. Το τοπογραφικό κατοπτρίζει όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, όπως κτήρια, φράκτες, δρόμους, ποτάμια, δάση, κλπ. καθώς και τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους, όπως πεδιάδες, λόφους, κλπ. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από έρευνα του μελετητή.

Υπόγειο διαμέρισμα : Ένα διαμέρισμα που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του δρόμου και κάτω από μια άλλη κατασκευή – συνήθως μια πολυκατοικία, αλλά πιθανώς μια μονοκατοικία ή μια επιχείρηση.

Χώρος πλυντηρίου : Ένα δωμάτιο για το πλυντήριο και στεγνωτήριο ρούχων.

Μεταβίβαση ακινήτου

Κτηματολόγιο

admin: